Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Χαραμάδα


Ήτανε κάποτε ένας άνθρωπος σκυφτός
που στα σκοτάδια ζούσε ,
μα σε όλους έλεγε πως το φως αγαπούσε .
Στην κοιλιά μέσα της γης χρόνια ολάκερα γυρνούσε
μα σε κάθε ευκαιρία φώναζε πως μόνο μια χαραμάδα ζητούσε .

Οι ανθρώποι γύρω του λέγανε ιστορίες πως τάχα το φως σε τυφλώνει
αν χώρο δεν έχεις στη ψυχή να το βάλεις
Βρε κάτσε εδώ χάμω του λέγαν , μη ζητάς παραπάνω
σε ψυχές σκοτεινές το φως δεν ταιριάζει
και'μεις ανήκουμε εδώ όχι εκεί πάνω

Εγώ θέλω το φως ξανάλεγε εκείνος και κοιτούσε απάνω
μπορεί να' μαι σκυφτός μα εγώ δε φοβάμαι
εγώ θέλω το φως μια ευκαιρία ζητάω
και θα δεις πως μπορώ την ψυχή να φωτίσω

Έτσι πέρασαν χρόνια και ήταν όλα τα ίδια
ώσπου άνοιξε πόρτα , χαραμάδα μεγάλη .
Μ´ένα σάλτο μεγάλο ξάφνου απάνω εβρέθει
ο ανθρωπάκος εκείνος που το φως εζητούσε


Και είδε φως δυνατό και τον ήλιο να λάμπει
και είδε πέρα μακριά την πλάση να απλώνει .
Κατστε εσείς ανθρωπάκια στα σκοτάδια εκεί χάμω
εγώ είδα το φως και κανείς δεν με πιάνει .
Τώρα εδώ πάνω μπορώ τα πάντα να κάνω .

Κι ως στο χώμα κυλιόταν , την κοιλιά του από τα γέλια κρατούσε
πως αυτός είναι ο ένας που το φως μόνο είδε
σύννεφα μαύρα βαριά τον ουρανό του σκεπάσαν
και το φως του το κρύψαν
Τότε φόβο μεγάλο τα μάτια του είδαν
και βροχή και αέρα που εκεί κάτω δεν είχαν .
Τότε άρχισε κλαίγοντας χαραμάδα να ψάχνει, με τα χέρια να σκάβει
στο λαγούμι να μπει που φόβο δεν έχει .



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου